- τρέξι
- τρέξι, for θρέξομαι and θρέξεται, barbarism in Ar.Th.1222,1225.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρέξι — Α βαρβαρισμός στον Αριστοφ. αντί θρέξομαι και θρέξεται … Dictionary of Greek